πνιγηρότητα

πνιγηρότητα
[-ης (-ητος)] η духота

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πνιγηρότητα" в других словарях:

  • πνιγηρότητα — η, Ν η ιδιότητα τού πνιγηρού, τού αποπνικτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνιγηρός. Η λ., στον λόγιο τ. πνιγηρότης, μαρτυρείται από το 1889 στον Μ. Μητσάκη] …   Dictionary of Greek

  • πνιγμονή — η, ΝΜΑ ιατρ. ασφυξία προκαλούμενη από μηχανική απόφραξη τών ανώτερων αναπνευστικών οδών λόγω στραγγαλισμού, εισρόφησης ξένου σώματος κ.ά. αιτίων νεοελλ. πνιγηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνιγμός + μονή (< μων), πρβλ. πῆμα: πημονή, φλέγμα: φλεγμονή] …   Dictionary of Greek

  • πνιγούρα — η, Ν 1. πνιγηρότητα 2. αποπνικτική ζέστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνίγ τού πνίγω + κατάλ. ούρα (πρβλ. θολ ούρα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»